χαμαιβάλανος

χαμαιβάλανος
χᾰμαι-βάλᾰνος [pron. full] [βᾰ], ,
A = ἄπιος (A) 11, Dsc.4.175.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαμαιβάλανος — η, ΝΜΑ λόγια ονομασία είδους τού φυτού ευφόρβιο, κν. γνωστού σήμερα ως γαλατσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + βάλανος] …   Dictionary of Greek

  • χαμαιβάλανον — χαμαιβάλανος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως …   Dictionary of Greek

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”